30 Μαρτίου 2011

Η μοναξιά είναι από χώμα

"Σου γράφω γιατί σε ποθώ,όπως και σου τηλεφωνούσα κάποτε από πόθο.
‘Οχι για να σου πω και να μου πεις το ένα και τ’ άλλο αλλά για να σ’ αγγίξω με τον ήχο μου και να μ’ αγγίξεις με τον δικό σου,για να κυλιστώ στην ανάσα σου,στο γέλιο σου,μέσα στις σιωπές σου.
Βαθιά στο λαβύρινθο του ακουστικού στο αυτί μου απλωνόταν ξέστρωτη η πιο ηδονική κλίνη.
Γι’ αυτό κολλούσα στο τηλέφωνο, γι’ αυτό όλο έβρισκα προφάσεις να σου τηλεφωνώ…
Σε ήθελα τόσο που προσπάθησα να βρω κι άλλη.
Για αντιπερισπασμό στην αβάσταχτη λαχτάρα μου για σένα,να τη μειώσω,να την ανακουφίσω…
Πιο πολύ για να περιορίσω τη φοβερή ανασφάλεια πως,
ίσως μ’ αφήσεις και να μετριάσω τον όλεθρο του πιθανού χωρισμού μας με μια ρεζέρβα.
Από ανασφάλεια.’Οπως από παιδί που κουβαλούσα στην σάκα μου
ένα σωρό όμοια στυλό από κάποιον αόριστο πανικό μην τελειώσουν και ξεμείνω στο διαγώνισμα.
‘Ετσι και τώρα ήθελα να μαζέψω πλήθος γυναίκες άλλες, από πανικό μην ξεμείνω από σένα.Και μετά το ‘βλεπα!
Είναι μες στις συμφορές του έρωτα να σου εξατομικεύει τον άλλον σε βαθμό παράλογο.
Εσύ λοιπόν δεν είχες όμοιό σου όπως τα στυλό.Εσύ δεν είχες ρεζέρβα. Κι απελπιζόμουνα από τον τρόμο μου.
Ο καλύτερος τρόπος ν’ αντιμετωπίσεις τον τρόμο είναι ίσως ν’ αφεθείς στα νύχια του.
Δεν ξέρω δηλαδή κι αν έχεις άλλη επιλογή ν’ ακολουθήσεις…
Περπατώ στην άμμο όπως εσύ περπατούσες πάνω μου. Αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δικιά μου.

Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει…
Ο,τι κι αν σου πω,δε θα μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να σε θέλω έτσι.
Το απέραντο είναι άπιαστο,απερίγραπτο,ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο. Για μια τέτοια κίνηση,κάποιες ώρες,ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω…
Οι ήχοι του έρωτα είναι οι ψιθυρισμοί,όσο χαμηλότεροι τόσο πλησιέστεροι.
‘Ετσι άραγε οδηγούμαστε και στη σιωπή, που λένε πως είναι ο οίκος του απόλυτου;
Τις νύχτες και τους ύπνους σου πίσω απ’ τα κλειστά σου βλέφαρα τους μίσησα.
Με σφαλιχτά τα μάτια,προφυλαγμένη,μπορούσες να ξεγλιστράς εκεί που δεν μπορούσα να σε παρακολουθήσω και με πρόδιδες…
Κι έχει συννεφιά βαριά κι ετοιμάζεται πάλι να βρέξει. Καταλαβαίνω τώρα τους Κινέζους που αφιερώνουν μια ζωή
στο να μάθουν να ζωγραφίζουν μια σταγόνα βροχής ή μια πευκοβελόνα.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος φαίνεται.Δε σου ανοίγεται αλλιώς ο κόσμος…
Και μόνο για τη θάλασσα δεν κρατιέμαι να μη σου πω, πως σήμερα έχει το χρώμα του λιωμένου μέταλλου.
Πυκνή,παχύρρευστη,με μια μεταλλική δύναμη στα έγκατά της που την αναδεύει αργά.
Νομίζεις πως μπορείς να περπατήσεις πάνω της, χωρίς να βυθιστείς… Και στα σύννεφα,παιδί, έψαχνα να βρω γνώριμα σχήματα,
όμως στα σύννεφα τα σχήματα διατηρούνται λίγο, αλλάζουν συνέχεια,με μπερδεύουν.
Το σχήμα του βράχου είναι ακλόνητο. Λαχταρώ το ακλόνητο τώρα, όπως ο ναυαγός τη σανίδα
στο αναστατωμένο πέλαγο που τον απειλεί…
Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι,με τους δείχτες του ρολογιού μ’ έριχνε σε ασθματικά κυνηγητά.
Οι ώρες,τα λεπτά,τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδη κυλιόμενη κορδέλα.
Να σε προλάβει,να σε συλλάβει,να σε κατακρατήσει και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό “τώρα” του έρωτα…
Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές.Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο.
Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία
μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών. Δεν έχω πια άλλο σκοπό στη ζωή μου παρά να ξαναζήσω εκείνο το αόριστο κάτι
το θελκτικό και παντοδύναμο που ζάλισε τη ζωή μου και δε μ’ αφήνει να συμβιβαστώ με τίποτα…
Ο καιρός καλεί δεν καλείται.Και μόνο το αληθινό δεν έχει καιρό κι είναι παντοτινό…
Τώρα που το σώμα μου έμαθε το σώμα σου, του έγινε νόμος η επαφή μας…
Στο χάδι σου το αίμα μου θυμήθηκε την αιτία και τον προορισμό του…
Νιώθω φορτωμένος,ξέχειλος από άχρηστες αποσκευές που μου είχαν καταπνίξει τον ωφέλιμο χώρο.
Πώς ν’ απαλλάξω τη σκέψη μου απ’ τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μη σου λέω “σ’ αγαπώ”,
γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες, τα διαβάσματα,τα τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση;
Να σου λέω “σ’αγαπώ”,γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου,
πρωτοφανές,άγνωστο και λέει έτσι… Ζαλίζομαι πάλι,ξεχνώ όλα τ’ άλλα,τις αποφάσεις μου όλες,
απλώνω τα χέρια μου και σε πείσμα όλης της λογικής του κόσμου,
όλης της φρόνησης,υπνωτισμένος απ’ τη γιγαντοαφίσα σου ορμώ να σε χαϊδέψω.
Σε πείσμα όλων σε θέλω σα μανιακός και με κυριεύει η παλιά λαχτάρα η πιο επιτακτική κι η πιο επίφοβη:
Καλύτερα χίλιες φορές καλύτερα να απωλεσθώ κοντά σου παρά να σωθώ μακριά σου…
Ο πιο μοναχικός δρόμος είναι αυτός που με παίρνει μακριά σου…
Σου γράφω γιατί σε ποθώ,όπως και σου τηλεφωνούσα κάποτε από πόθο.
‘Οχι για να σου πω και να μου πεις το ένα και τ’ άλλο
αλλά για να σ’ αγγίξω με τον ήχο μου και να μ’ αγγίξεις με τον δικό σου,
για να κυλιστώ στην ανάσα σου,στο γέλιο σου,μέσα στις σιωπές σου.
Βαθιά στο λαβύρινθο του ακουστικού στο αυτί μου απλωνόταν ξέστρωτη η πιο ηδονική κλίνη.
Γι’ αυτό κολλούσα στο τηλέφωνο, γι’ αυτό όλο έβρισκα προφάσεις να σου τηλεφωνώ…
Σε ήθελα τόσο που προσπάθησα να βρω κι άλλη.
Για αντιπερισπασμό στην αβάσταχτη λαχτάρα μου για σένα,να τη μειώσω,να την ανακουφίσω…
Πιο πολύ για να περιορίσω τη φοβερή ανασφάλεια πως,
ίσως μ’ αφήσεις και να μετριάσω τον όλεθρο του πιθανού χωρισμού μας με μια ρεζέρβα.
Από ανασφάλεια.’Οπως από παιδί που κουβαλούσα στην σάκα μου
ένα σωρό όμοια στυλό από κάποιον αόριστο πανικό μην τελειώσουν και ξεμείνω στο διαγώνισμα.
'Ετσι και τώρα ήθελα να μαζέψω πλήθος γυναίκες άλλες, από πανικό μην ξεμείνω από σένα.Και μετά το ‘βλεπα!
Είναι μες στις συμφορές του έρωτα να σου εξατομικεύει τον άλλον σε βαθμό παράλογο.
Εσύ λοιπόν δεν είχες όμοιό σου όπως τα στυλό.Εσύ δεν είχες ρεζέρβα.
Κι απελπιζόμουνα από τον τρόμο μου.
Ο καλύτερος τρόπος ν’ αντιμετωπίσεις τον τρόμο είναι ίσως ν’ αφεθείς στα νύχια του.
Δεν ξέρω δηλαδή κι αν έχεις άλλη επιλογή ν’ ακολουθήσεις…
Περπατώ στην άμμο όπως εσύ περπατούσες πάνω μου.
Αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δικιά μου.
Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει…
‘Ο,τι κι αν σου πω,δε θα μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να σε θέλω έτσι.
Το απέραντο είναι άπιαστο,απερίγραπτο,ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν
μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο.
Για μια τέτοια κίνηση,κάποιες ώρες,ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω…
Οι ήχοι του έρωτα είναι οι ψιθυρισμοί, όσο χαμηλότεροι τόσο πλησιέστεροι.
‘Ετσι άραγε οδηγούμαστε και στη σιωπή, που λένε πως είναι ο οίκος του απόλυτου;
Τις νύχτες και τους ύπνους σου πίσω απ’ τα κλειστά σου βλέφαρα τους μίσησα.
Με σφαλιχτά τα μάτια,προφυλαγμένη,μπορούσες να ξεγλιστράς εκεί που δεν μπορούσα να
σε παρακολουθήσω και με πρόδιδες… Κι έχει συννεφιά βαριά κι ετοιμάζεται πάλι να βρέξει.
Καταλαβαίνω τώρα τους Κινέζους που αφιερώνουν μια ζωή
στο να μάθουν να ζωγραφίζουν μια σταγόνα βροχής ή μια πευκοβελόνα.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος φαίνεται.Δε σου ανοίγεται αλλιώς ο κόσμος…
Και μόνο για τη θάλασσα δεν κρατιέμαι να μη σου πω, πως σήμερα έχει το χρώμα του λιωμένου μέταλλου.
Πυκνή,παχύρρευστη,με μια μεταλλική δύναμη στα έγκατά της που την αναδεύει αργά.
Νομίζεις πως μπορείς να περπατήσεις πάνω της, χωρίς να βυθιστείς…
Και στα σύννεφα,παιδί, έψαχνα να βρω γνώριμα σχήματα, όμως στα σύννεφα τα σχήματα διατηρούνται λίγο,
αλλάζουν συνέχεια,με μπερδεύουν. Το σχήμα του βράχου είναι ακλόνητο.
Λαχταρώ το ακλόνητο τώρα, όπως ο ναυαγός τη σανίδα στο αναστατωμένο πέλαγο που τον απειλεί…
Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι,με τους δείχτες του ρολογιού μ’ έριχνε σε ασθματικά κυνηγητά.
Οι ώρες,τα λεπτά,τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου
που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδη κυλιόμενη κορδέλα.
Να σε προλάβει,να σε συλλάβει,να σε κατακρατήσει
και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό “τώρα” του έρωτα…
Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές.Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο.
Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία
μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών.
Δεν έχω πια άλλο σκοπό στη ζωή μου παρά να ξαναζήσω εκείνο το αόριστο κάτι
το θελκτικό και παντοδύναμο που ζάλισε τη ζωή μου και δε μ’ αφήνει να συμβιβαστώ με τίποτα…
Ο καιρός καλεί δεν καλείται. Και μόνο το αληθινό δεν έχει καιρό κι είναι παντοτινό…
Τώρα που το σώμα μου έμαθε το σώμα σου, του έγινε νόμος η επαφή μας…
Στο χάδι σου το αίμα μου θυμήθηκε την αιτία και τον προορισμό του…
Νιώθω φορτωμένος,ξέχειλος από άχρηστες αποσκευές που μου είχαν καταπνίξει τον ωφέλιμο χώρο.
Πώς ν’ απαλλάξω τη σκέψη μου απ’ τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μη σου λέω “σ’ αγαπώ”,
γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες, τα διαβάσματα,τα τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση;
Να σου λέωσ’αγαπώ,γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου,
πρωτοφανές,άγνωστο και λέει έτσι… Ζαλίζομαι πάλι,ξεχνώ όλα τ’ άλλα,τις αποφάσεις μου όλες,
απλώνω τα χέρια μου και σε πείσμα όλης της λογικής του κόσμου
όλης της φρόνησης,υπνωτισμένος απ’ τη γιγαντοαφίσα σου ορμώ να σε χαϊδέψω.
Σε πείσμα όλων σε θέλω σα μανιακός και με κυριεύει η παλιά λαχτάρα η πιο επιτακτική κι η πιο επίφοβη:
Καλύτερα χίλιες φορές καλύτερα να απωλεσθώ κοντά σου παρά να σωθώ μακριά σου…
Ο πιο μοναχικός δρόμος είναι αυτός που με παίρνει μακριά σου…
Το ΠΑΘΟΣ που το σώμα σου και το σώμα μου ύφαναν σφιχτά έκανε καλά τη δουλειά του.
Με ηδονή και οδύνη μ’ έκαψε,μ’ έλιωσε και μ’ έχυσε σε καλούπι νέο.Μετά από σένα έχω γίνει άλλος…
Θέλω να κλάψω,θέλω να γυρίσω πίσω,θέλω να σε ξαναβρώ.
Είμαι πιο αδύναμος απ’ αυτό το πούπουλο του κλέφτη, που πετάει στον άνεμο.
Πούπουλο είμαι κι εγώ με άνεμο, τη δικιά σου ανάσα.
Είμαι αδύναμος σαν ερωτευμένος. Είμαι μόνιμο εξάρτημα της ανάγκης για σένα…
Οι στόχοι που διάλεξα υποχωρούν νικημένοι απ’ τον στόχο που με διάλεξε.
Εσύ είσαι ο στόχος που με διάλεξε,η αναπότρεπτη μοίρα μου,η άγρυπνη ματιά στου μυαλού μου το θόλο…
Να σ’ αγγίξω,να σε πιάσω,να σε μυρίσω.
Να μπω στο κρεβάτι σου και στα ζεστά σου σεντόνια,στο κορμί σου που πιάνεται,στο φιλί σου που τρώγεται,στον σπασμό σου που ξεσκίζει τις ιδεοληψίες και τις αράχνες τους…
Μια νύχτα μαζί σου πυκνή όσο ο σπόρος του παγκόσμιου μια ώρα πριν τη γένεσή του.
Μια νύχτα μαζί σου αστραφτερή σαν αστραπή του Ολύμπου.
Μια νύχτα μαζί σου ηδονική σαν τη πτώση απ’ του Παράδεισου
το ξέφωτο στην εξορία του Αδάμ που δεν τελειώνει…
Για μια νύχτα όλα τα παραπετώ,τα καταπατώ,τα περιφρονώ και τα μισώ
γιατί είναι μονάχα εμπόδια στην ακράτητη λαχτάρα μου να σ’ αγκαλιάσω.
Βιάζομαι να σε ξαναβρώ όπως το έμβρυο βιάζεται άμα ξεκινήσουν οι ωδίνες να εξωθηθεί απ’ τη μήτρα.
Βιάζομαι να βγω στο φως,φως μου…
‘Οχι λοιπόν δεν γίνεται να τελειώσεις εσύ για μένα,εγώ θα τελειώσω για σένα και πάνω σου.
Σαν ηλεκτρικός λαμπτήρας που θα λάμψει όλη του τη λάμψη και θα καεί.
Αυτός είναι ο ρόλος μου στο σχέδιο του κόσμου,ο μόνος,γι’ αυτό τον αποζητώ έτσι επιτακτικά…
Για μια νύχτα μαζί σου όλα μου τα φουκαριάρικα κατορθώματα εδώ ευχαρίστως τα θυσιάζω.Υπομονές,πρακτικές,προσευχές,ασκητικές,ησυχασμούς,εγκράτειες,ανακαλύψεις και αποκαλύψεις,
τα βράζω. Χειροπιαστός είναι ο κόσμος μάτια μου.
Χειροπιαστός σαν το γλυκό σου δέρμα και κανείς δε στέκεται πάνω σε νεφέλες,κανείς δεν περπατά πάνω σε νερά…
Κι αν πάλι δε συμφωνήσεις μ’ όλα τούτα,θα πέσω και θα σε ικετέψω,
για μια νύχτα άφησέ με να σ’ αποκτήσω ξανά,να ενωθώ μαζί σου κι ύστερα άλλο τίποτα δε θα ζητήσω…
Μια νύχτα έρωτα κι ύστερα ας χαθώ στη σκοτεινιά του τίποτα,του χωρίς εσένα.
Θ’ αναπαυθώ εν ειρήνη μια κι όλα θα τ’ αποκτήσω και θα τα ζήσω σε μια νύχτα…
Σ’ αγαπω κι αγαπώντας σε, σε περιέχω,σε έχω αφού είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι…
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ’ αγάπησα κι η αγάπη μας κάνει αδιαίρετους"….
Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω.
Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης αγάπης τον τόπο δεν χωρά η απόσταση. 
Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ’ αγάπησα κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους.
Εσύ καλή μου, μου δίδαξες την καταστροφή του να σ’ αγαπώ λίγο.
Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωϊσμός, να σε απαιτεί, να σε διεκδικεί. η παρενέργεια του εγωϊστικού έρωτα είναι μια: γενική δηλητηρίαση που την αγάπη την αλλοιώνει σε μίσος".
Η αγάπη δεν είναι κατα περίσταση, η αγάπη είναι άνευ όρων, δεν παζαρεύει δούναι και λαβείν, η αγάπη είναι έξοδος γιατί το εγώ το κάνει εσύ και σε λυτρώνει.

Οι λέξεις είναι ξένα σώματα. Μ’ ενοχλούν. Μπορώ πια να σωπάσω.

"Aπασπάσματα από ανεπίδοτων επιστολών ενός άντρα προς τη γυναίκα που χώρισε. Αυτοεξόριστος σ’ ένα νησί και διασχίζοντας την τυραννική έρημο της απώλειας και της απόγνωσης, κερδίζει τη λυτρωτική γνώση που θα τον γαληνέψει, επιτέλους"
Μ. Βαμβουνάκη – Η μοναξιά είναι από χώμα

18 Μαρτίου 2011

ΘΕΛΩ


Θέλω να με ακούς, χωρίς να με κρίνεις

Θέλω τη γνώμη σου, χωρίς συμβουλές

Θέλω να με εμπιστεύεσαι, χωρίς απαιτήσεις

Θέλω τη βοήθειά σου, κι όχι ν΄αποφασίζεις για μένα

Θέλω να με προσέχεις, χωρίς να με ακυρώνεις

Θέλω να με κοιτάς, χωρίς να προβάλεις τον εαυτό σου σε μένα

Θέλω να μ΄αγκαλιάζεις, χωρίς να με κάνεις να ασφυκτιώ

Θέλω να μου δίνεις ζωντάνια, χωρίς να με σπρώχνεις

Θέλω να με υποστηρίζεις, χωρίς να με φορτώνεσαι

Θέλω να με προστατεύεις, χωρίς ψέματα

Θέλω να πλησιάζεις χωρίς, να εισβάλλεις

Θέλω να ξέρεις τις πλευρές μου που πιο πολύ σε ενοχλούν

Να τις αποδέχεσαι και να μην προσπαθείς να τις αλλάξεις

Θέλω να ξέρεις ... πως  σήμερα μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου ...

Από τις "Ιστορίες να σκεφτείς" του Χόρχε Μπουκάι

08 Μαρτίου 2011

Γυναίκα...

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει
Το χέρι σου που χάϊδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι
 Γεμάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα.


Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.