31 Μαΐου 2009

Οταν ο έρωτας κρατά.. χαρτί και μολύβι

«Τι θα μπορούσε να εκφράσει μια επιστολή που δεν θα το εξέφραζε χίλιες φορές καλύτερα μια λέξη, ένα βλέμμα ή ακόμη και η σιωπή;» αναρωτιέται μία από τις ηρωίδες των «Επικίνδυνων σχέσεων» (1782) του επιστολογραφικού μυθιστορήματος του Γάλλου Σοντερλό ντε Λακλό. Η «ακούσια» απάντηση του Γκαίτε: «Γιατί ξανά καταφεύγω στη γραφή; / Αγαπημένη μη με ρωτάς τόσο αδυσώπητα / Γιατί είν' αλήθεια πώς τίποτε δεν έχω να σου πω. / Αλλά, τ' αγαπημένα χέρια σου, όπως και να 'ναι, / θα δεχτούν το σημείωμα αυτό»

«Αγαπημένη μου γυναίκα, υπέφερα όσο έγραφα αυτά τα σονέτα, μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη, η ευτυχία όμως που νιώθω τώρα που σ' τα προσφέρω είναι τεράστια σαν μια σαβάνα. Οταν ξεκίνησα αυτό το εγχείρημα, ήξερα πολύ καλά ότι πάνω στο σώμα των σονέτων οι ποιητές όλων των εποχών έχουν σμιλέψει ρυθμούς από ασήμι, κρύσταλλο ή μπαρούτι. Εγώ όμως ­ με μεγάλη ταπεινοφροσύνη ­ έφτιαξα τούτα εδώ τα σονέτα από ξύλο: τους έδωσα τον ήχο αυτής της στέρεης, αγνής ύλης και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να φθάσουν στα αφτιά σου. Περπατώντας μέσα από δάση ή σε παραλίες, δίπλα σε κρυμμένες λίμνες, εσύ κι εγώ έχουμε κατά καιρούς μαζέψει κομμάτια από φλοιούς δένδρων, κομμάτια ξύλου που έχουν υποστεί τις μεταβολές του νερού και του καιρού. Πήρα αυτά τα μαλακά λείψανα και χρησιμοποίησα το τσεκούρι, τη ματσέτα και το σουγιά και έκοψα δεκατέσσερις σανίδες για το καθένα, για να χτίσω μικρά ξύλινα σπιτάκια, ώστε τα μάτια σου που λατρεύω και τους τραγουδάω να μπορέσουν να κατοικήσουν μέσα τους...» (Οκτώβριος 1959).

Πάμπλο Νερούντα - Ματίλντε Ουρούτια

«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ' αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας!

Α, πώς δουλεύει μέρα - νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοής μου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου. Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ' έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής! Να Σε ζητώ μ' όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε 'γγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου. Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ενα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική...»

"Γράμματα στην Άννα"
Αγγελος Σικελιανός

23 Μαΐου 2009

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ



"Κάποτε ένας ευγενής είχε τρεις κόρες, μία εξ αυτών η Ψυχή.

Η Ψυχή ήταν πάρα πολύ όμορφη, και η εμφάνισή της αυτή προκάλεσε τον αμέριστο θαυμασμό των ανθρώπων αλλά και την ζήλια της θεάς Αφροδίτης.

Από το φθόνο της η θεά έβαλε τον γιο της Έρωτα, να χτυπήσει την Ψυχή με τα βέλη του και να την κάνει να ερωτευτεί κάποιον πάρα πολύ άσχημο. Ο Έρως όμως αντικρύζοντας την, γοητεύτηκε τόσο πολύ που έστρεψε κατά λάθος, τα βέλη του πάνω του.

Στο εν τω μεταξύ οι γονείς της νέας ανησυχούσαν για την τύχη της και την αποκατάστασή της. Πήγαν λοιπόν να συμβουλευτούν μαντείο. Ο μάντης, με διαταγή του Έρωτα, έδωσε χρησμό πως λόγω της ομορφιάς της η Ψυχή προορίζεται για θεό και πως πρέπει να την αφήσουν σε ένα βουνό για να την πάρει, όπως και έγινε.

Ολομόναχη η Ψυχή στο βουνό περίμενε την άγνωστη της μοίρα, όταν ο Ζέφυρος με εντολή του Έρωτα την μετέφερε στο παλάτι που είχε κτίσει για αυτήν. Ο γάμος έγινε, αλλά ο Έρωτας έβαλε όρο στην Ψυχή να μην προσπαθήσει ποτέ να δει την μορφή του, γιατί θα έφευγε μακριά της για πάντα. Αντάμωναν λοιπόν στο σκοτάδι και μόνο.

Ο καιρός περνούσε, η Ψυχή ήταν ευτυχισμένη, βέβαια δεν είχε δει ποτέ τον άντρα της και φυσικά δεν γνώριζε και την ταυτότητά του, αλλά κάποια στιγμή ένοιωσε την ανάγκη να δει τουλάχιστον την οικογένεια της. Παρακάλεσε τον σύζυγο της να επιτρέψει στις αδερφές της να την επισκεφθούν. Οι αδερφές, ζηλεύοντας την τύχη της Ψυχής, βάλθηκαν να την τρομάξουν και να την απογοητεύσουν. Την έπεισαν πως ο άντρας της είναι ένα τέρας και για αυτό τον λόγο δεν της παρουσιάζεται ποτέ, και πως το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να τον σκοτώσει.

Τρομαγμένη πια η Ψυχή, κρύβει ένα λύχνο και ένα μαχαίρι, προκείμενου να πραγματοποιήσει το μακάβριο σχέδιο της. Όταν το βράδυ, υπό το αμυδρό φως της φλόγας έσκυψε πάνω από τον Έρωτα για να τον μαχαιρώσει, είδε την μορφή του και τα έχασε. Μία σταγόνα λάδι ξέφυγε τότε από το λυχνάρι και έπεσε πάνω στον Έρωτα με αποτέλεσμα να τον ξυπνήσει. Ο Έρως βλέποντας την Ψυχή να τον κοιτάει, πέταξε μακριά όπως την είχε προειδοποιήσει.

Απελπισμένη η Ψυχή άρχισε να τον ψάχνει. Γύρναγε στις ερημιές, μόνη, νηστική και ταλαιπωρημένη. Κάποια στιγμή έφτασε σε έναν ναό, αφιερωμένο στη Δήμητρα. Αναθαρρημένη πέρασε το κατωφλί και παρακάλεσε τη θεά να τη βοηθήσει. Η Δήμητρα, ανήμπορη, την παρέπεμψε στην Αφροδίτη, μητέρα του Έρωτα.

Η Αφροδίτη προκειμένου να βοηθήσει την Ψυχή της όρισε μια σειρά από εργασίες που θα δοκίμαζαν την υπομονή, την επιμονή και το θάρρος της και τη θεά θα βοηθούσαν στις δοκιμασίες αυτές η Ανησυχία και η Λύπη. Η τελευταία, από τις τρεις δοκιμασίες όριζε να πάει στον Άδη και να ζητήσει από την Περσεφόνη, εκ μέρους της Αφροδίτης να βάλει σε ένα κουτί λίγη από την ομορφιά της. Η Περσεφόνη δεν αρνήθηκε το αίτημα, γέμισε το κουτί και όρισε στην Ψυχή να μη το ανοίξει. Η περιέργεια όμως της Ψυχής υπερέβηκε τις οδηγίες και άνοιξε το κουτί που περιείχε τον ύπνο της Στυγός. Βυθίστηκε τότε η νέα σε βαθύ ύπνο.

Ο Έρως, όλο αυτό το διάστημα, ανάρρωνε, φυλακισμένος στο παλάτι της Αφροδίτης. Για καλή τύχη της Ψυχής, όταν εκείνη βυθίστηκε στον ύπνο, ο Έρως είχε καταφέρει να αποδράσει και σαν τρελλός έψαχνε να τη βρεί.

Την είδε πεσμένη στο χώμα και την άγγιξε με την άκρη του αργυρού του βέλους."Για άλλη μια φορά σε νίκησε η περαέργειά σου" της είπε.."ωστόσο,κάνε την παραγγελία της μητέρας μου και θα φροντίσω εγώ για τα υπόλοιπα.

Πράγματι, η ψυχή παρέδωσε το κουτί στην Αφροδίτη,ενώ ο Έρωτας παρουσιάστηκε στον Δία και ζήτησε τη μεσολάβησή του.Σε λίγο ο Ερμής έφερε την Ψυχή στον Όλυμπο,ενώπιον των Θεών, και της πρόσφερε ένα ποτήρι αμβροσία,λέγοντας: "Πιες το, Ψυχή, και θα γίνεις αθάνατη..ο Έρωτας ποτέ δεν θα ξεφύγει από αυτόν τον δεσμό, και οι γάμοι σας θα είναι αιώνιοι".Κι έτσι, μετά από λάθη και δοκιμασίες,η Ψυχή ενώθηκε για πάντα με τον Έρωτα, κερδίζοντας το δώρο της αθανασίας.Η Ψυχή συμφιλιώνεται με την Αφροδίτη,γίνεται ο γάμος και δίνει καρπό μια κόρη,την Ηδονή.


"Η ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής του Απουληϊου βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα των "Μεταμορφώσεων" (καλύπτει περισσότερο από δύο βιβλία) και πρόκειται για ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα, γραμμένο τον 2ο αιώνα μΧ στην Ελληνιστική περίοδο –ένα κείμενο που αγαπήθηκε όσο λίγα στην εποχή του και διαβάστηκε από το πλατύ κοινό. Η εξιστόρηση του μύθου γίνεται από μια ηλικιωμένη που εκτελεί χρέη υπηρέτριας σε συμμορία ληστών και αφηγείται την ιστορία της Ψυχής για να ηρεμήσει την απαρηγόρητη αιχμάλωτη, που πρόκειται να εξαγοράσουν οι ληστές. Αυτό δεν συμβαίνει τυχαία μια και η Ψυχή επίσης χωρίζει από το σύζυγό της κατά το μύθο, ταλαιπωρείται πολύ αλλά ξεχνά τα βάσανά της μόλις ξανασμίξει μαζί του. Σύμφωνα με τον Walsh στο "Ρωμαϊκή Μυθιστορία", ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής προέρχεται από ένα προγενέστερο Πλατωνικό μύθο".

12 Μαΐου 2009

Πόσες σ'έχω αγαπήσει φορές

Πόσες σ΄έχω αγαπήσει φορές χωρίς καν να σε δω κι
ίσως δίχως να σε θυμάμαι,

δίχως νύξη καμιά της ματιάς σου, χωρίς να σε βλέπω,
κενταύρα,

σε τόπους αντίξοους,σε καυτά μεσημέρια:

ήταν το 'αρωμα απ'το στάρι που τόσο αγαπάω.

Ίσως σ'είδα ή πως πέρασες νόμισα υψώνοντας ένα ποτήρι,
κάτω απ'το φώς, της σελήνης τον Ιούνη,
ή ίσως ήσουν η μέση εκείνης της κιθάρας,
που στα σκότη την έκρουξα και ήχησε σαν τ'απροσμέ-
τρητο πέλαγο.

Σ΄αγαπούσα χωρίς να το ξέρω και γύρευα τη θύμηση σου.

Στ΄άδεια σπίτια έχω μπει με τη λάμπα για να κλέψω

τη ζωγραφιά σου.

Μα ήξερα πια πως ήσουνα..Ξάφνου

καθώς βάδιζες δίπλα μου σ΄άγγιξα

κι η ζωή μου σταμάτησε:

μπρος στα μάτια μου στεκόσουν,ρήγισα,

και βασιλεύεις...

Σαν πυρά μές στα δάση η φωτιά είν'το ριγάτο σου.

Pablo Neruda

05 Μαΐου 2009

Ύμνος του Έρωτος

Κικλήσκω μέγαν αγνόν εράσμιον ηδύν Ερωτα
τοξαλκή πτερόεντα πυρίδρομον εύδρομον ορμήι
συμπαίζοντα θεοίς ηδέ θνητοίς ανθρώποις
ευπάλαμον διφυή πάντων κληίδας έχοντα
αιθέρος ουρανίου πόντου χθονός ηδ' όσα θνητοίς
πνεύματα παντογένεθλα θεά βόσκει χλοόκαρπος
ηδ' όσα Τάρταρος ευρύς έχει πόντος θ' αλίδουπος
μούνος γαρ τούτων πάντων οίηκα κρατύνεις
αλλά μάκαρ καθαραίς γνώμαις μύσταισι συνέρχου
φαύλους δ' εκτοπίους θ' ορμάς από τώνδ' απόπεμπε.

Μετάφραση:

Επικαλούμαι τον μεγάλο,αγνό,εράσμιο,γλυκύ 'Ερωτα,
τον εύτοξον,τον φτερωτόν,τον πυρίδρομο,τον ταχύ σε ορμή,
που παίζει με τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους,
τον επιδέξιο,τον δίφυλο,των πάντων που κατέχει τα κλειδιά,
του ουρανίου αιθέρος,της θάλασσας,της γης,κι όσες πνοές
στους θνητούς πανταγόνες τρέφει η χλοόκαρπη θεά,
κι όσες ο ετρύχωρος Τάρταρος έχει κι ο θαλασσόγδουπος πόντος,
γιατί μόνον εσύ κρατάς το πηδάλιον όλων αυτών ΄
αλλά, μακάριε, με καθαρές διαθέσεις συνδέσου με τους μύστες,
κι απόδιωχνε απ'αυτούς τις φαύλες κι αλλόκοτες ορμές.

Ύμνος του Έρωτος (Oρφικά)