08 Δεκεμβρίου 2009

Αυτο το αστέρι είναι για όλους μας..(συνέχεια)

Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.
Δινόσουν ολάκερη Και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
Παρα μονο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
Καθώς γδυνόσουν θρόιζαν τα φύλλα ενός δάσους μακρινού.
Ο ουρανός ξαστέρωνε μονομιάς καθώς γδυνόσουνα.


Σαν μια αγκαλιά άσπρα λουλούδια
τα εσώρουχά σου πάνω στην καρέκλα.
Κι ύστερα τίποτ’ άλλο παρά η αγάπη μας
τίποτ’ άλλο παρά εγώ και συ
κι ούτε χτες ούτε αύριο
τίποτ’ άλλο παρά μόνο τώρα..
..Σε σκέπαζα ύστερα με το σεντόνι.
Το παιδί μας θάθελα να σου μοιάζει έλεγα.
Όχι, έκανες εσύ.
Το παιδί μας θάθελα να μοιάζει εσένα.

Tο παιδί μας, Mαρία, θα πρέπει να μοιάζει με
όλους τους
ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή.

Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε

φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του
παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου, που ξέρουν ν' αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά...

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θα 'ναι δικά μας.

Θα 'θελα να φωνάξω τ' όνομά σου, αγάπη, μ' όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Aφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν
στο ήρεμο ψωμί,
στα δίκαια χέρια,
στην αιώνια ελπίδα,
πώς θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,
να 'χουμε πεθάνει...
Τότε σπάσαν την πόρτα μας.
Έπρεπε να χαριστούμε, Μαρία, να χωριστούμε
για να μη ξαναχωρίζουν πια οι άνθρωποι.

Ακούμπησα το χέρι μου στην κοιλιά σου
Ν’ αποχαιρετήσω το παιδί μας.

Αντίο. Αντίο.
Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.

Σαν είμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι?
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν είτανε κανείς.
Κάπου όμως μες στον κόσμο είταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά - θυμάσαι;
- μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες. 

Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Θυμάσαι, αγάπη μου, "την πρώτη μεγάλη μέρα μας";


Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα
έν' απλό φτηνό φόρεμα, μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο.
Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια.
Σου πήγαινε στο πρόσωπο σου ο ήλιος
σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο
κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή - σου πήγαινε.
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα.
Βαδίζαμε δίχως λέξη. Μα και τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.
Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του. Ήπιαμε μια στα δυο.
Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου.
Τι σου είπε λοιπόν;
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου. Δεν μπορεί, κάτι θα σου είπε.
Το ξενοδοχείο ήταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό

που μες στην αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τραίνα.
Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω
- πόσο σου πήγαιναν.
Α, θα 'θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου,
της μητέρας σου
τα γόνατα που σε γεννήσανε για μένα
να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμα σου
να κρύψω σα φυλαχτό στον κόρφο μου
ένα μικρό κομμάτι απ' το σεντόνι που κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω στον άντρα που σ' έχει δει γυμνή
πριν από μένα να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία. 

Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ' τον έρωτα 
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, 
τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα.

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

Θα θελα να φωνάξω τ’ όνομα σου ,
αγάπη, μ’ όλη μου την δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές
και να φιλιούνται με τον ήλιο
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές
και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα


Να τα’ ακούσει η άνοιξη και να ‘ρχεται πιο γρήγορα
να το μάθουν τα παιδιά για να μην φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές,
τα τρυγόνια πάνω στους φράχτες
να τ’ ακούσουν οι πρωτεύουσες του κόσμου
και να το ξαναπούνε μ’ όλες τις καμπάνες τους
να το κουβεντιάζουνε τα βράδια οι πλύστρες
χαϊδεύοντας τα πρησμένα χέρια τους.

Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Να το ακούσει ο χρόνος και να μην σ’ αγγίξει, 

αγάπη μου,ποτέ!
Και ξαφνικά αγαπημένη μου είναι σαν εμείς οι δύο
να μη χωρίσαμε ποτέ. Ποιος θα μπορούσε 

εμάς τους δύο να μας χωρίσει!
Εμείς
και μ’ όλη τούτη τη μεγάλη θάλασσα ανάμεσά μας είμαστε κοντά
έτσι λίγο να κάνω το και πάνω απ΄ όλη αυτήν τη θάλασσα
θ’ αγγίξω τα μαλλιά σου, θα βρω το στόμα σου

εμείς είναι σα να ‘μαστε μπροστά σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο
στο σπιτικό μας, ένα φεγγερό πρωινό του Μάη.

Κοίταξε, κοίταξε, αγαπημένη μου,
οι γυναίκες της γειτονιάς μας βγήκαν
κι ασβεστώνουν τα πεζούλια τους .
Τι περιμένουν άραγε και τα’ ασβεστώνουν. Κάτι περιμένουν
Κι εμείς περιμένουμε.
Κι η Ισπανία περιμένει.

Καλημέρα γειτόνισσες.
Να, κι εκεί, αγάπη μου , εκεί στη γωνιά,
κοίταξε την άνοιξη που ’ρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που μας γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις αχτίνες του ήλιου
κοίταξε, μας γνέφουν.
Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.
Κι αυτοί εκεί κάτου στον ορίζοντα ανεβασμένοι α’ ένα μεγάλο γιαπί
ίσως φτιάχνουν έναν καινούργιο νεροφράχτη
ή ίσως ένα μνημείο για τους νεκρούς μας.
Μπορεί κιόλας να θέλουν να μαζέψουν
μια αγκαλιά αστέρια για την αγαπημένη τους.
Καλημέρα.

Κι εκεί στο βάθος, πολύ μακριά κοίταξε αυτήν την γριούλα
που πλέκει καθισμένη σ’ ένα κατώφλι της Ασίας.
Ξέρεις, τι πλέκει, αγάπη μου;
Πλέκει στην κόρη μας τις αυριανές καλτσούλες της.

Καλημέρα όλα εσείς μακρινά μου αδέρφια.
Ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Πέστε μου, δεν είναι όμορφη ;
Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου την αγαπάω.
Και πιο πολύ .
Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.
Ελάτε λοιπόν, να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.


Καλημέρα ευτυχία
Κι όταν πεθάνουμε, αγαπημένη μου, εμείς δε θα πεθάνουμε.
Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάζουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε
αφού θα τραγουδάνε το τραγούδι που αγαπήσαμε
αφού θα ανασαίνουν σ’ έναν κόσμο,
που εγώ κι εσύ τον ονειρευτήκαμε
ε, τότε, αγαπημένη, θα ‘μαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά

αφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν
στο ήρεμο ψωμί,
στα δίκαια χέρια,
στην αιώνια ελπίδα,
πως θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,

Πού είσαι αγαπημένη μου;
Θυμάσαι την ώρα που σ’αποχαιρέτησα και το μυρωμένο φιλί
που αποτύπωσες στα χείλι μου;
Εκείνο το φιλί μου έμαθε πώς όταν δυο άνθρωποι ενώνονται στα Έρωτα.
Αποκαλύπτουν ουράνια μυστικά
που η καρδιά δεν μπορεί να προφέρει!
Τα φθαρτά σώματά μας θα πρέπει να χωρίσουν για κάποιο φθαρτό σκοπό,
αλλά το πνεύμα παραμένει ενωμένο στα χέρια της αγάπης.

Θα ξανασυναντηθούμε μια μέρα
Και τότε όλα τα αστέρια
και όλα τα τραγούδια
θα είναι δικά μας.

03 Δεκεμβρίου 2009

Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας


Δώσ' μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ' όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.
Aνάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Tί θα απογίνουμε, αγαπημένη;
...μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πως να την αγγίξω;

Πως θ' άνοιγα μια πόρτα όταν δε θα 'τανε για να σε συναντήσω
πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα 'ναι για να σε βρω.
Ήταν σα να 'χε πεθάνει κι η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη.
 

Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε...
...ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
Kι ήταν σα να 'χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.
 

...έτσι λέει ο Hλίας: "εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα"
κι ας τού χουν κόψει και τα δυο του χέρια.

Kι έτσι κάθε βράδυ η λάμπα έσβηνε τη μέρα μας.
Kι όταν ήτανε να πεθάνουμε αυτοί μας μίλησαν για τη ζωή.
Tότε κι εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.

Σ' εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.

Mα και τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.

Ύστερα ερχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.

Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

Τα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου Ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη
Στα χέρια σου για πάντοτε ακούμπησα την καρδιά μου.
Τα μάτια σου Α, τι να πω, αγάπη μου, για τα μάτια σου
Όταν τα μάτια σου είναι όμορφα σαν όλα μαζί του κόσμου
Τα τραγούδια  Όταν είναι μεγάλα τα μάτια σου σαν την πιο μεγάλη ελπίδα .


Τα μάτια σου.

Όταν χαμογελούσες ένα περιστέρι διάβαινε στη βραδιασμένη κάμαρα
Ένα σύννεφο χρυσό ταξίδευε στον ουρανό όταν χαμογελούσες.
Όταν χαμογελούσες ξεχνούσα τη στέγη που έσταζε, ξεχνούσα Το τρύπιο πάτωμα.
Έλεγα κιόλας, να, μες από τις τρύπες του Όπου και να ναι θα φυτρώσουνε μεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα.
Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
Τότε Που μου χαμογελούσες.

Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα που κοιτάζαμε ώρες τον ουρανό?
Σε ένιωθα μέσα στα χέρια μου να τρέμεις.
«Αστέρια μου, είπα, κάντε την αγάπη μας λαμπερή κάντε την αγαπημένη μου χαρούμενη. Αστέρια μου, καλά μου αστέρια, κάντε εγώ και εκείνη να πεθάνουμε μαζί»
Κι έτσι αυτή την νύχτα Είχαμε στην μέση των άστρων για πάντοτε παντρευτεί.

Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ και από Τον έρωτα.
Εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα Και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

...συνεχίζεται

" Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας"

Τάσος Λειβαδίτης

Ανάρτηση αφιερωμένη στην Κατερίνα!

26 Νοεμβρίου 2009

Σαν πνοή του αέρα

Είσαι ελεύθερη.
Δε σ' έχω στην κατοχή μου.
Όταν μου ομολόγησες πως πιότερο απ' όλα λατρεύεις την ελευθερία σου, ένιωσα πως άθελά μου είχα γυρέψει να σου την αφαιρέσω' αλλά ύπουλα, που σ' έβλεπα να μην προσέχεις, βυθισμένη σε μιαν υπέρμετρη χαρά ή σε μια απέραντη θέα, να βγαίνεις από το ίδιο σου πνεύμα ν' αφοσιώνεσαι σε μια ζωή σταματημένη' έδιωχνες από το είναι σου την αληθινή ευφυΐα του, απαρατούσες εκείνη τη δύναμη που διαρκώς σε ανανεώνει σε δείχνει έτοιμη και παρούσα.
Σε ώθησα προς την περιπέτεια προς το όραμα, και ίσως μέσα μου έτρεμε μια ελπίδα' να παραμείνεις εκεί, να μη σου είναι βόλετό να επιστρέψεις, μάταια να συσπείρεσαι όταν σε κεντρίζει η νοσταλγία- και η ανάμνηση ακόμα να σου 'φευγε.
Αλλά εσύ δε δίδεσαι! Βασανίζεσαι να δοθείς, αλλά δε σ' αφήνει κάποιος άνεμος, κάποια φούρια που σηκώνεται από τα σπλάxνα σου, όταν πάει να μεστώσει ένας δικός σου πόθος για ηδονή για μέθη που λιγώνει το σώμα και το πνεύμα. Δε xαίρεσαι μια τελειωμένη ανθρώπινη χαρά, δεν πάσχεις ένα τίμιο συμμετρικό πάθος' δεν παίρνεις από τα χάδια που έχουν οι μέρες οι κλειστές, οι μέρες που μοιάζουν δωμάτια για γάμο και γιορτή. Ακολουθείς μια γραμμή που συστρέφεται γύρω απ' τον εαυτό σου' και λάμπεις σπέρνεις φως, αλλά η φωνή σου είναι xλωμή' θέλεις τη βοήθεια του πλησίον, γιατί δεν ξέρεις από έργα δε γνωρίζεις από θεωρία που να υπερβαίνει τον χρόνο και τους ανθρώπους.


Από το βιβλίο Γ. Σαραντάρης-Σαν πνοή του αέρα

29 Οκτωβρίου 2009

Μ΄αρέσει άμα σωπαίνεις..

επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ΄τα πέρατα με ακούς
η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα οτι τα μάτια μου
σε σκεπάζουν πετώντας,κι οτι ένα φιλί,
μου φαίνεται στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα
είναι απο την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ΄τα πράγματα,
ποτισμένη απ΄την δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα,
της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στην λέξη μελαγχολία,
καθώς ηχεί.
Μ΄αρέσεις άμα σωπαίνεις,
επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαίς μου αρέσεις,
απ΄την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απο τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σε αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ και γώ,
με την σιωπή τη δικιά σου,
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια η νύχτα,αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα
κι απ΄αστέρια φτιαγμένη είναι η δική σου σιωπή.
Μ΄αρέσεις άμα σωπαίνεις,
επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη,σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις,ένα χαμόγελο,
μου αρκεί για να πανηγυρίσω
που είσαι εδώ,κοντά μου
ακόμα...

Pablo Neruda:ΕΙΚΟΣΙ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

14 Οκτωβρίου 2009

Απουσία..



"Μόλις σε άφησα, έρχεσαι μαζί μου,
κρυστάλλινη ή τρεμάμενη,
ή ανήσυχη, πληγωμένη από μένα
ή ξέχειλη από έρωτα, καθώς τα μάτια σου
σφαλίζονται πάνω στο δώρο της ζωής
που αδιάκοπα σου αφήνω.
Αγάπη μου,
συναντηθήκαμε διψασμένοι και
ήπιαμε όλο το νερό και το αίμα,
βρεθήκαμε πεινασμένοι
και δαγκωθήκαμε
όπως δαγκώνει η φωτιά,
αφήνοντας πάνω μας πληγές.
Αλλά περίμενέ με,
φύλαξέ μου τη γλύκα σου.
Εγώ θα σου δώσω
κι ένα τριαντάφυλλο" rosΠάμπλο Νερούδα



17 Σεπτεμβρίου 2009

Σκέπτουμαι μια ζωή που θα 'τανε βαριά σα σήμερα...

Σκέπτουμαι μια ζωή που θα 'τανε βαριά σα σήμερα,
μονάχα αν έλειπες ταξίδι.
Το πρωί σκέπτουμαι τα μέλη σου
σφιχτοδεμένα -- εκεί κάπως εντοπίζω την αγκαλιά σου.
Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν το δαγκωμένο φρούτο.
Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία -- τα ποιήματα που
αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου.
Μπορούσα τόσα πράματα
να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ' τα δώσω.
Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική
πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που
βουλιάζει βαθιά μέσα.
Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από
μέλη να 'χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου.
Ή μυρουδιές-- μήπως θέλεις μυρουδιές;
Τότε θα 'ναι μυρουδιές δροσερές,
σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι -- ή σαν γιαλός
το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός,
ο αχινός -- και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό,μα παίζει.
Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.


Μάτση Χατζηλαζάρου..Ποίηση σαν έκρηξη, ποίηση σαν έρωτας..

13 Αυγούστου 2009

Οπως ένα ποτάμι..

Όπως ένα ποτάμι..
στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Μέσα από τα κρυφά της ρίγη
μαθαίνω τα μυστικά σου.
Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.
Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα
στα χόρτα και τις πέτρες.
Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.

Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.
Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρα σου.
Και τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.

Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση
στους αναμμένους κάμπους.

Θανάσης Κωστάβαρας

30 Ιουλίου 2009

Αρχαία ερωτική ποίηση



Ποιήματα των Ινκας καθώς κι ένα Σουμεριανό ποίημα που θεωρείται το αρχαιότερο ερωτικό ποίημα στον κόσμο!

Στα τέλη του 19ου αιώνα βρέθηκε στη Νιπούρ σ' ανασκαφή, το μεγαλύτερο μέρος από τις σουμεριακές πινακίδες.
Είναι μικρές πήλινες πλάκες που 'ναι καταγεγραμμένα με σφηνοειδή γραφή, θρύλοι, έπη, μοιρολόγια, ιστορίες, βασιλικά διατάγματα, δικαστικές αποφάσεις, εμπορικές συμφωνίες. Υπολογίζεται πως υπάρχουνε συνολικά πάνω από 30000 τέτοιες πινακίδες.

Ένα όμως εύρημα από πηλό χρονολογημένο το 2037 π.Χ., θεωρείται το παλαιότερο ερωτικό ποίημα στον κόσμο!
Ένα ποίημα περίπου 4041 ετών!

Γαμπρέ, αγαπημένε της καρδιάς μου,

σαν το μέλι γλυκιά είναι η ομορφιά σου.

Λιοντάρι, αγαπημένο της καρδιάς μου με μάγεψες.

'Ασε με να σταθώ τρέμοντας, μπροστά σου,

να σε αγγίξω με το χάδι μου.

Το χάδι μου είναι ακριβό,

πιο απολαυστικό είναι από την ομορφιά.

Σαν το μέλι με το γάλα.

Γαμπρέ, πες στη μητέρα μου,
θα σου δώσει λιχουδιές.

Στον πατέρα μου, θα σου δώσει δώρα.

Τη ψυχή σου να ζωντανέψω, ξέρω.

Γαμπρέ κοιμήσου στο σπίτι μας ως την αυγή,

τη καρδιά σου ξέρω πως να ευχαριστήσω.

Λιοντάρι κοιμήσου στο σπίτι μας ως την αυγή.

Εσύ, επειδή μ' αγαπάς, κύριέ μου,

κύριε προστάτη μου, Σουσίν μου,

εσύ που ευφραίνεις τη καρδιά της Ενλίλ,

άγγιξέ με, με το χάδι σου.


Η ποίηση ήταν πάντα συνδεδεμένη με τα συναισθήματα του ανθρώπου. Και τι θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα παρά τον έρωτα;

Αρχαία ερωτικά ποιήματα έχουν βρεθεί σε κάθε γωνιά της Γης, σε σπηλιές και τάφους της Αιγύπτου, στην αρχαία Ελλάδα, στη Μέση Ανατολή, σε πόλεις θαμμένες από τη σκόνη του χρόνου. Ακόμα και μέχρι σήμερα όμως η αρχαία ερωτική ποίηση συναρπάζει, καθώς αποκαλύπτει πτυχές των ανθρώπων που ίσως δε γνωρίζαμε.

26 Ιουλίου 2009

Σ’ αγαπώ

Σ' αγαπώ περισσότερο απ' όσο μια ανθρώπινη καρδιά μπορεί να αγαπήσει,περισσότερο απ' όσο ένας ποιητής ονειρεύεται ή ένας ερωτευμένος αισθάνεται.

Είσαι το σύννεφο με το υπέροχο άρωμα που στάλθηκε απ΄τον παράδεισο,για να ρίξει πάνω μου τη βροχή του, την ευλογημένη δροσιά.

Αισθάνομαι την καρδιά σου, τις φλέβες σου να κυλούν μέσα στις δικές μου,χωρίς καμιά χαραμάδα ανάμεσα μας για να χωθεί ο ακάθαρτος κόσμος.

Η καρδιά μου στέκει απέναντι στη δική σου, αντικρίζει τη δίδυμη εικόνα της,σαν δυο χέρια που πλέκονται σε αέρινο όρκο.

Μέσα μας κόκκινο κρασί ενώνεται με κόκκινο κρασί,φτιάχνουν μείγμα μεθυστικό από άρωμα, αύρα και δροσιά του πρωινού.

Η έμπνευση μου κατοικεί μέσα στα μάτια σου,τα χείλη σου ενώνονται με τα δικά μου και οδηγούν την ποίηση μου.

Σε σένα και σε μένα η φωτιά φουντώνει, χωρίς κανείς να ρίχνει ξύλα.
Μολονότι είμαστε ήρεμοι, η καταιγίδα ξεσπά μέσα μας.

"Αγνώστου ποιητή"


Κοιτάζω τις ζάρες στο πρόσωπό σου, το πλαδαρό δέρμα στο λαιμό σου και χάνομαι μέσα στο χρόνο. Αγαπώ τις ζάρες σου και το πλαδαρό σου δέρμα όσο αγαπούσα κάποτε το λείο αλάβαστρο του κορμιού σου.
Ανεβήκαμε στο αεροπλάνο ανύποπτοι για τις θύελλες και τις καταιγίδες που μας περίμεναν στο ταξίδι, κι οι αναταράξεις μάς προκάλεσαν τρόμο. Ευτυχώς, δεν είχαμε παραδώσει την ελπίδα στον ιμάντα, δεν τη στείλαμε στο αμπάρι.
Αυτήν και το πιο ζωηρό μας όνειρο: να αγαπιόμαστε πάντα.

Το πρόσωπο του "καθυστερημένου" συνεχίζει να χαμογελά, τα χείλη του σχηματίζουν κάποιες λέξεις: "Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ"...
Πάρε τούτο το μαγικό κλειδί που το λένε ΑΓΑΠΗ. Χρησιμοποίησέ το.
Πες στον καθένα "Σ'ΑΓΑΠΩ". Θα δεις τις καρδιές να ανοίγουν σαν το τριαντάφυλλο στο φως της αυγής...
Κι ύστερα χάνεται.
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ. Τόσο απλό. Τόσο θαυματουργό. Γυρίζω την πλάτη μου στη μούχλα του Χειμώνα και τη σαπίλα, τραβάω για τον κόσμο που μ'έκλεισε έξω, που τον έκλεισα έξω. Βγάζω το κλειδί και ξεκλειδώνω. Τόσο απλό. Το είχα πάντα μέσα μου. Σκουριασμένο απ' την αχρησία, χαμένο μέσα σε ένα σωρό από σκουπίδια, κάτω απ' την απληστία, τη φιλοδοξία, τη ματαιότητα. Ανασύρω το χρυσό κλειδί από το σωρό, το ξεπλένω και λάμπει, όπως πάντα το χρυσάφι.

Κι ο κόσμος μου, γεμίζει φως...

αγάπη είναι το μυστικό"
Όμηρος Αβραμίδης

01 Ιουλίου 2009

Oνείρεμα

Μπαλάντα της νύχτας,της βροντής
και του σύννεφου,μπαλάντα του πελαγίσιου αέρα
σάλεμα φύλλων την ώρα του σούρουπου γη,
ουρανός κι αστέρια.
Σμίξαμε τη νύχτα του χαμού πάνω στη νοτισμένη γη,
κάτω απ’ την Πούλια.
Χελιδόνια κουρνιάζουν στις μασχάλες σου.
Ο ιδρώτας σου,
δάκρια του φεγγαριού,χαράζει το κορμί μου.
Τα μάτια σου,μαύρες λίμνες,
ξεχύθηκαν στο σώμα μου,
το βογκητό σου ο αχός της παλίρροιας.
Στο στόμα κρατούσες τριαντάφυλλο,
άγγιγμα από φίλντισι, αφρό της θάλασσας
κι ονείρεμα ηδονή ανάκατη με πελαγίσια αλμύρα γη,
ουρανός κι αστέρια.
Ο γαλαξίας σκίρτησε στο σώμα μου κοράλλι
της θάλασσας μπαλάντα της χίμαιρας γη, ουρανός κι αστέρια.
Έρωτας ξεχύθηκε απ’ τις ρωγμές της νύχτας.
Μας πήρε ο άνεμος την ώρα που σμίγαμε πάνω στη νοτισμένη γη.
Μη μιλάς άλλο πια, μόνο αφουγκράσου την παλίρροια
μπαλάντα της χίμαιρας τραγούδι του άπιαστου
γη, ουρανός κι αστέρια.

Μάγια Μποντζώρλου

31 Μαΐου 2009

Οταν ο έρωτας κρατά.. χαρτί και μολύβι

«Τι θα μπορούσε να εκφράσει μια επιστολή που δεν θα το εξέφραζε χίλιες φορές καλύτερα μια λέξη, ένα βλέμμα ή ακόμη και η σιωπή;» αναρωτιέται μία από τις ηρωίδες των «Επικίνδυνων σχέσεων» (1782) του επιστολογραφικού μυθιστορήματος του Γάλλου Σοντερλό ντε Λακλό. Η «ακούσια» απάντηση του Γκαίτε: «Γιατί ξανά καταφεύγω στη γραφή; / Αγαπημένη μη με ρωτάς τόσο αδυσώπητα / Γιατί είν' αλήθεια πώς τίποτε δεν έχω να σου πω. / Αλλά, τ' αγαπημένα χέρια σου, όπως και να 'ναι, / θα δεχτούν το σημείωμα αυτό»

«Αγαπημένη μου γυναίκα, υπέφερα όσο έγραφα αυτά τα σονέτα, μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη, η ευτυχία όμως που νιώθω τώρα που σ' τα προσφέρω είναι τεράστια σαν μια σαβάνα. Οταν ξεκίνησα αυτό το εγχείρημα, ήξερα πολύ καλά ότι πάνω στο σώμα των σονέτων οι ποιητές όλων των εποχών έχουν σμιλέψει ρυθμούς από ασήμι, κρύσταλλο ή μπαρούτι. Εγώ όμως ­ με μεγάλη ταπεινοφροσύνη ­ έφτιαξα τούτα εδώ τα σονέτα από ξύλο: τους έδωσα τον ήχο αυτής της στέρεης, αγνής ύλης και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να φθάσουν στα αφτιά σου. Περπατώντας μέσα από δάση ή σε παραλίες, δίπλα σε κρυμμένες λίμνες, εσύ κι εγώ έχουμε κατά καιρούς μαζέψει κομμάτια από φλοιούς δένδρων, κομμάτια ξύλου που έχουν υποστεί τις μεταβολές του νερού και του καιρού. Πήρα αυτά τα μαλακά λείψανα και χρησιμοποίησα το τσεκούρι, τη ματσέτα και το σουγιά και έκοψα δεκατέσσερις σανίδες για το καθένα, για να χτίσω μικρά ξύλινα σπιτάκια, ώστε τα μάτια σου που λατρεύω και τους τραγουδάω να μπορέσουν να κατοικήσουν μέσα τους...» (Οκτώβριος 1959).

Πάμπλο Νερούντα - Ματίλντε Ουρούτια

«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ' αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας!

Α, πώς δουλεύει μέρα - νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοής μου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου. Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ' έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής! Να Σε ζητώ μ' όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε 'γγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου. Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ενα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική...»

"Γράμματα στην Άννα"
Αγγελος Σικελιανός

23 Μαΐου 2009

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ



"Κάποτε ένας ευγενής είχε τρεις κόρες, μία εξ αυτών η Ψυχή.

Η Ψυχή ήταν πάρα πολύ όμορφη, και η εμφάνισή της αυτή προκάλεσε τον αμέριστο θαυμασμό των ανθρώπων αλλά και την ζήλια της θεάς Αφροδίτης.

Από το φθόνο της η θεά έβαλε τον γιο της Έρωτα, να χτυπήσει την Ψυχή με τα βέλη του και να την κάνει να ερωτευτεί κάποιον πάρα πολύ άσχημο. Ο Έρως όμως αντικρύζοντας την, γοητεύτηκε τόσο πολύ που έστρεψε κατά λάθος, τα βέλη του πάνω του.

Στο εν τω μεταξύ οι γονείς της νέας ανησυχούσαν για την τύχη της και την αποκατάστασή της. Πήγαν λοιπόν να συμβουλευτούν μαντείο. Ο μάντης, με διαταγή του Έρωτα, έδωσε χρησμό πως λόγω της ομορφιάς της η Ψυχή προορίζεται για θεό και πως πρέπει να την αφήσουν σε ένα βουνό για να την πάρει, όπως και έγινε.

Ολομόναχη η Ψυχή στο βουνό περίμενε την άγνωστη της μοίρα, όταν ο Ζέφυρος με εντολή του Έρωτα την μετέφερε στο παλάτι που είχε κτίσει για αυτήν. Ο γάμος έγινε, αλλά ο Έρωτας έβαλε όρο στην Ψυχή να μην προσπαθήσει ποτέ να δει την μορφή του, γιατί θα έφευγε μακριά της για πάντα. Αντάμωναν λοιπόν στο σκοτάδι και μόνο.

Ο καιρός περνούσε, η Ψυχή ήταν ευτυχισμένη, βέβαια δεν είχε δει ποτέ τον άντρα της και φυσικά δεν γνώριζε και την ταυτότητά του, αλλά κάποια στιγμή ένοιωσε την ανάγκη να δει τουλάχιστον την οικογένεια της. Παρακάλεσε τον σύζυγο της να επιτρέψει στις αδερφές της να την επισκεφθούν. Οι αδερφές, ζηλεύοντας την τύχη της Ψυχής, βάλθηκαν να την τρομάξουν και να την απογοητεύσουν. Την έπεισαν πως ο άντρας της είναι ένα τέρας και για αυτό τον λόγο δεν της παρουσιάζεται ποτέ, και πως το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να τον σκοτώσει.

Τρομαγμένη πια η Ψυχή, κρύβει ένα λύχνο και ένα μαχαίρι, προκείμενου να πραγματοποιήσει το μακάβριο σχέδιο της. Όταν το βράδυ, υπό το αμυδρό φως της φλόγας έσκυψε πάνω από τον Έρωτα για να τον μαχαιρώσει, είδε την μορφή του και τα έχασε. Μία σταγόνα λάδι ξέφυγε τότε από το λυχνάρι και έπεσε πάνω στον Έρωτα με αποτέλεσμα να τον ξυπνήσει. Ο Έρως βλέποντας την Ψυχή να τον κοιτάει, πέταξε μακριά όπως την είχε προειδοποιήσει.

Απελπισμένη η Ψυχή άρχισε να τον ψάχνει. Γύρναγε στις ερημιές, μόνη, νηστική και ταλαιπωρημένη. Κάποια στιγμή έφτασε σε έναν ναό, αφιερωμένο στη Δήμητρα. Αναθαρρημένη πέρασε το κατωφλί και παρακάλεσε τη θεά να τη βοηθήσει. Η Δήμητρα, ανήμπορη, την παρέπεμψε στην Αφροδίτη, μητέρα του Έρωτα.

Η Αφροδίτη προκειμένου να βοηθήσει την Ψυχή της όρισε μια σειρά από εργασίες που θα δοκίμαζαν την υπομονή, την επιμονή και το θάρρος της και τη θεά θα βοηθούσαν στις δοκιμασίες αυτές η Ανησυχία και η Λύπη. Η τελευταία, από τις τρεις δοκιμασίες όριζε να πάει στον Άδη και να ζητήσει από την Περσεφόνη, εκ μέρους της Αφροδίτης να βάλει σε ένα κουτί λίγη από την ομορφιά της. Η Περσεφόνη δεν αρνήθηκε το αίτημα, γέμισε το κουτί και όρισε στην Ψυχή να μη το ανοίξει. Η περιέργεια όμως της Ψυχής υπερέβηκε τις οδηγίες και άνοιξε το κουτί που περιείχε τον ύπνο της Στυγός. Βυθίστηκε τότε η νέα σε βαθύ ύπνο.

Ο Έρως, όλο αυτό το διάστημα, ανάρρωνε, φυλακισμένος στο παλάτι της Αφροδίτης. Για καλή τύχη της Ψυχής, όταν εκείνη βυθίστηκε στον ύπνο, ο Έρως είχε καταφέρει να αποδράσει και σαν τρελλός έψαχνε να τη βρεί.

Την είδε πεσμένη στο χώμα και την άγγιξε με την άκρη του αργυρού του βέλους."Για άλλη μια φορά σε νίκησε η περαέργειά σου" της είπε.."ωστόσο,κάνε την παραγγελία της μητέρας μου και θα φροντίσω εγώ για τα υπόλοιπα.

Πράγματι, η ψυχή παρέδωσε το κουτί στην Αφροδίτη,ενώ ο Έρωτας παρουσιάστηκε στον Δία και ζήτησε τη μεσολάβησή του.Σε λίγο ο Ερμής έφερε την Ψυχή στον Όλυμπο,ενώπιον των Θεών, και της πρόσφερε ένα ποτήρι αμβροσία,λέγοντας: "Πιες το, Ψυχή, και θα γίνεις αθάνατη..ο Έρωτας ποτέ δεν θα ξεφύγει από αυτόν τον δεσμό, και οι γάμοι σας θα είναι αιώνιοι".Κι έτσι, μετά από λάθη και δοκιμασίες,η Ψυχή ενώθηκε για πάντα με τον Έρωτα, κερδίζοντας το δώρο της αθανασίας.Η Ψυχή συμφιλιώνεται με την Αφροδίτη,γίνεται ο γάμος και δίνει καρπό μια κόρη,την Ηδονή.


"Η ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής του Απουληϊου βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα των "Μεταμορφώσεων" (καλύπτει περισσότερο από δύο βιβλία) και πρόκειται για ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα, γραμμένο τον 2ο αιώνα μΧ στην Ελληνιστική περίοδο –ένα κείμενο που αγαπήθηκε όσο λίγα στην εποχή του και διαβάστηκε από το πλατύ κοινό. Η εξιστόρηση του μύθου γίνεται από μια ηλικιωμένη που εκτελεί χρέη υπηρέτριας σε συμμορία ληστών και αφηγείται την ιστορία της Ψυχής για να ηρεμήσει την απαρηγόρητη αιχμάλωτη, που πρόκειται να εξαγοράσουν οι ληστές. Αυτό δεν συμβαίνει τυχαία μια και η Ψυχή επίσης χωρίζει από το σύζυγό της κατά το μύθο, ταλαιπωρείται πολύ αλλά ξεχνά τα βάσανά της μόλις ξανασμίξει μαζί του. Σύμφωνα με τον Walsh στο "Ρωμαϊκή Μυθιστορία", ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής προέρχεται από ένα προγενέστερο Πλατωνικό μύθο".

12 Μαΐου 2009

Πόσες σ'έχω αγαπήσει φορές

Πόσες σ΄έχω αγαπήσει φορές χωρίς καν να σε δω κι
ίσως δίχως να σε θυμάμαι,

δίχως νύξη καμιά της ματιάς σου, χωρίς να σε βλέπω,
κενταύρα,

σε τόπους αντίξοους,σε καυτά μεσημέρια:

ήταν το 'αρωμα απ'το στάρι που τόσο αγαπάω.

Ίσως σ'είδα ή πως πέρασες νόμισα υψώνοντας ένα ποτήρι,
κάτω απ'το φώς, της σελήνης τον Ιούνη,
ή ίσως ήσουν η μέση εκείνης της κιθάρας,
που στα σκότη την έκρουξα και ήχησε σαν τ'απροσμέ-
τρητο πέλαγο.

Σ΄αγαπούσα χωρίς να το ξέρω και γύρευα τη θύμηση σου.

Στ΄άδεια σπίτια έχω μπει με τη λάμπα για να κλέψω

τη ζωγραφιά σου.

Μα ήξερα πια πως ήσουνα..Ξάφνου

καθώς βάδιζες δίπλα μου σ΄άγγιξα

κι η ζωή μου σταμάτησε:

μπρος στα μάτια μου στεκόσουν,ρήγισα,

και βασιλεύεις...

Σαν πυρά μές στα δάση η φωτιά είν'το ριγάτο σου.

Pablo Neruda

05 Μαΐου 2009

Ύμνος του Έρωτος

Κικλήσκω μέγαν αγνόν εράσμιον ηδύν Ερωτα
τοξαλκή πτερόεντα πυρίδρομον εύδρομον ορμήι
συμπαίζοντα θεοίς ηδέ θνητοίς ανθρώποις
ευπάλαμον διφυή πάντων κληίδας έχοντα
αιθέρος ουρανίου πόντου χθονός ηδ' όσα θνητοίς
πνεύματα παντογένεθλα θεά βόσκει χλοόκαρπος
ηδ' όσα Τάρταρος ευρύς έχει πόντος θ' αλίδουπος
μούνος γαρ τούτων πάντων οίηκα κρατύνεις
αλλά μάκαρ καθαραίς γνώμαις μύσταισι συνέρχου
φαύλους δ' εκτοπίους θ' ορμάς από τώνδ' απόπεμπε.

Μετάφραση:

Επικαλούμαι τον μεγάλο,αγνό,εράσμιο,γλυκύ 'Ερωτα,
τον εύτοξον,τον φτερωτόν,τον πυρίδρομο,τον ταχύ σε ορμή,
που παίζει με τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους,
τον επιδέξιο,τον δίφυλο,των πάντων που κατέχει τα κλειδιά,
του ουρανίου αιθέρος,της θάλασσας,της γης,κι όσες πνοές
στους θνητούς πανταγόνες τρέφει η χλοόκαρπη θεά,
κι όσες ο ετρύχωρος Τάρταρος έχει κι ο θαλασσόγδουπος πόντος,
γιατί μόνον εσύ κρατάς το πηδάλιον όλων αυτών ΄
αλλά, μακάριε, με καθαρές διαθέσεις συνδέσου με τους μύστες,
κι απόδιωχνε απ'αυτούς τις φαύλες κι αλλόκοτες ορμές.

Ύμνος του Έρωτος (Oρφικά)

29 Απριλίου 2009

Το Σκάκι


Έλα να παίξουμε...

Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη

Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει από καιρό
πριν από μένα

Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει

δρασκελώντας την μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις

Έλα να παίξουμε...

Ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω!
Τραβάνε μπρος σκυφτοί δίχως καν όνειρα

Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει

δρασκελώντας την μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις

Έλα να παίξουμε...

Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα...

-- Μανώλης Αναγνωστάκης --

24 Απριλίου 2009

Το Όχι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του Ναι..

Ανάμεσα στο όχι
και στο κρυμμένο ναι
χάθηκε η ζωή μου
μεγάλε ουρανέ.

Δεν κρύβεται στη νύχτα
το άσπρο γιασεμί
λύγισε η αγάπη
όταν είπες μη.

Βγαίνω στον αέρα
με χάρτινο φτερό
μακριά σου δεν αντέχω
κοντά σου δεν μπορώ.

Χαμήλωσε τα φώτα
μεγάλε ουρανέ
το όχι αποκοιμήθηκε
στην αγκαλιά του ναι.

Λουδοβίκος των ανωγείων

16 Απριλίου 2009

Άνοιξη-Ανάσταση

«Ερχεται απ' το νοτιά με την καλοκαιριά

μπρος έστειλε τα χελιδόνια

να ψαλλιδίσουν κάθε δισταγμό

πίσω σέρνει τις μέλισσες,

τυφλές από το πάθος να τα δίνουν όλα

τ' άνθια κροτούν στα δάχτυλα των δέντρων

γι' αυτό σήκωσαν σήμερα σημαία στο κάστρο

καί λύθηκαν τα σήμαντρα της πόλης.

(...)Πάσχα, μητέρα Πάσχα!

Σφάξε το ζαρκάδι - δε θα κλάψω!».

ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ - ΠΑΠΠΑ

Καλή Ανάσταση!!!

Αγάπη και ζεστασιά στις καρδιές μας.


10 Απριλίου 2009

Ανασκαφές στον Ζυγό

Όταν ένα περιστέρι πάει να χαλάσει τα καλοχτενισμένα μαλλιά σου,
κοίταξε να το μεταπείσεις με το στόμα σου.

Να το προσελκύσεις να σε φιλήσει.

Το χειρότερο θα 'ναι να το διώξεις με μια νευρική κίνηση του χε
ριού σου.
Γιατί τότε και τα μαλλιά σου θα ξεχτενιστούν και το περιστέρι
ποτέ
δεν πρόκειτε να σ'αγαπήσει.

07 Απριλίου 2009

Επιθετικοί προσδιορισμοί του Έρωτα

Έρως νεφεληγερέτης
Έρως τρυφερός,τρυφηλός,ηδύς,ηδυπαθής
Έρως λεπτός και εύθραστος
Έρως μελαγχολικός,τυραννισμένος
Έρως από κόκκινο και μαύρο
Έρως από γιασεμί
Έρως σκληρός,βίαιος,δύσκολος
Έρως οδυνηρός
Έρως ανυπεράσπιστος
Έρως αφρούρητος,και πολιορκημένος
Έρως πορθητής,ηγεμών,τύρρανος
Έρως καβαλάρης
Έρως ανέφελος,ανώδυνος κι ανώφελος
Έρως νοσταλγικός,θλιμμένος
Έρως απελπισμένος
Έρως μοναχικός.ανεξήγητος,ανεξίτηλος
Έρως αυγουστιάτικος,καλοκαιρινός
Έρως λυπημένος στην άκρη της νύχτας
Έρως αγέρωχος,ένδοξος,επηρμένος
Έρως άπληστος,απεγνωσμένος
Έρως Πολιούχος
Έρως απαλός,στα όνειρα των κοριτσιών
Έρως πάνδημος και ουράνιος
Έρως ματωμένος απο τα πάθη
Έρως βαθύς και άνισος
Έρως εκ βαθέων
Έρως , Έρως!


04 Απριλίου 2009

Μαλαισιακό τραγούδι

Από τότε που γεννήθηκα
είμαι στολισμένη για τον ερχομό σου.

Δέκα χιλιάδες μέρες πέρασαν
κι όλο πηγαίνω να σε συναντήσω.

Οι χώρες στένεψαν

τα βουνά χαμηλώνουν

τα ποτάμια λίγνεψαν.

Το κορμί μου μεγάλωσε με ξεπέρασε

απλώνεται απ'την αυγή ως το λυκόφως

σκεπάζει όλη τη γη.

Όποιο δρόμο κι αν πάρεις

θα περπατήσεις επάνω μου.


Ιβάν Γκόλ
Μαλαισιακό τραγούδι

02 Απριλίου 2009

Κάτω στης μαργαρίτας τ' αλωνάκι


Κάτω στης μαργαρίτας
τ' αλωνάκι, στήσαν χορό
τρελό τα μελισσόπουλα.

Ιδρώνει ο ήλιος, τρέμει το
νερό. Στάχυα ψηλά λυγίζουνε
το μελαμψό ουρανό.

Πέρα μέσα στα χρυσά νταριά
κοιμούνται αγοροκόριτσα.
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά.
Στα δόντια τους
ο ήλιος σπαρταράει.

Κάτω στης μαργαρίτας
τ' αλωνάκι.

Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη