03 Φεβρουαρίου 2013

Το άρωμα μιας λέξης..


Σε είδα μέσα σε μια γκρίζα παγωμένη λίμνη, να τριγυρνάς με τη βάρκα σου.
Μου φάνηκες λυπημένος. Και είπα να κάνω την ψυχή μου νούφαρο, να ομορφαίνει τη λίμνη σου.
Δε φαντάστηκα πόσο άγρια χτυπούσαν τα κουπιά σου.

Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο δεν το ’κανα.
Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν είχαν άλλες φωλιές για να κρυφτούν.
Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό για ώρα ανάγκης δεν το ‘κανα.
Λυπήθηκα τ’ αδέσποτα που διψούσαν.
Τώρα….
Τώρα, πώς να φυτρώσουν οι βολβοί;
Πώς να ποτιστούν τα όνειρα;
Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρίσκω λύσεις.
Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου.
Μου φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό.

Σημασία έχει ποια χέρια θα σ’ αγκαλιάσουν και θα κάνουν το δέρμα σου να δακρύσει. Ποιο στόμα θα τσακίσει το φλοιό του μυαλού σου και θα σε τινάξει χωρίς ανάσα… στ’ αστέρια.
Που βρίσκομαι ρωτάς;
Σε μια έρημο και περιφέρομαι άσκοπα.
Σε λίγο θα νυχτώσει και θα φοβάμαι.
Μου λείπει η σιγουριά της πάχνης στο τζάμι του δωματίου μου.
Μου λείπει το κόκκινο σάλι μου. Μου λείπει η φλυαρία της ξεγνοιασιάς μου. Ο ζεστός καφές παρέα με τον φίλο μου.
Χάσαμε πολλά, γιατί δεν μάθαμε ποτέ να στήνουμε στην ψυχή μας αναχώματα.
Χάσαμε, γιατί δεν φορέσαμε στολές παραλλαγής.
Μα περισσότερα χάσαμε, γιατί μπερδέψαμε την αγάπη με την ανοχή…
Είσαι για ένα ταξίδι στ’ ανοιχτά; Είσαι για ένα ρίσκο;
Θέλω να υποσχεθείς πως δεν θα πάρεις μετεωρολογικό δελτίο.
Πως δεν θα χεις μαζί σου προμήθειες και αποσκευές.
Πως δεν θα γεμίσεις το πλεούμενο με σωσίβια.
Θα δέσουμε την άγκυρά μας στα φτερά των γλάρων.

Σ’ όλη μου τη ζωή υποτίθεται ότι έψαχνα για ασφάλεια.
Κάπου να ακουμπήσω. Κάπου να νοιώσω προστασία.
Ψεύδος!
Ψεύδος πλανερό.
Η αλήθεια είναι πως με παρέσερνε ένα άγριο κύμα. Μια μανία αυτοκαταστροφής.
Σε μια έρημο βρίσκομαι. Και σε παρακαλώ μη με ρωτάς γιατί.
Ξέρεις πως είμαι ανίκανη να δίνω εξηγήσεις.
Όμως.. απ’ όλα περισσότερο θέλεις να μάθεις τι μου λείπει;
Το παραμύθι….
Το παραμύθι πως θα βρίσκαμε μια όαση μαζί!
Πόσο κλέφτες γίνονται οι άνθρωποι, όταν διεκδικούν μερτικό από την ψυχή σου.
Πόσο ψεύτες, όταν σου ζητούν να γυρίσεις πίσω εκείνα που δεν σου έδωσαν ποτέ. Πόσο…., όταν νομίζουν ότι πίστεψες πως έρχονται μαζί σου, για να μοιραστούν ένα όνειρο.
Σκέφτομαι λοιπόν, τι διαφορά υπάρχει να ’σαι μέσα στους ανθρώπους ή μέσα στα θεριά;
Και λέω πως με τα θεριά είναι καλύτερα.
Στο κάτω κάτω αυτά τα ξέρεις.
Και φυλάγεσαι.
Τους ανθρώπους όμως μέχρι να πάρεις είδηση τι θεριό έχεις δίπλα σου σε κατασπάραξε. Τους ανθρώπους εγώ τρέμω.
Τους ομοίους μου.
Αλίμονο απ’ αυτούς Χριστέ μου. Αλίμονο και τρισαλίμονο…
Φυσικά απ’ όλα λυπήθηκα που ξέχασα το χαμόγελο εκείνων που αγάπησα.
Τα μεσημέρια που περπατούσαμε οι δύο μας ψάχνοντας για περάσματα….
Αν δεις λοιπόν την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα να τρέχει κοντά σου, μην τρομάξεις… Δεν είναι τίποτα… Από το παιχνίδι είναι. Όλα τα απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας κυνηγητό με τα όνειρά μου… Πετάξαμε τη ζωή μας… για ένα τίποτα… κι ύστερα θελήσαμε να την ξαναχτίσουμε απ’ την αρχή…
Με τι όμως;;;
Αφού η ψυχή μας δεν διαθέτει τα υλικά‼

Τι μπορεί να προσφέρει αλήθεια, ένα κίτρινο φύλλο που θέλησε να πάει κόντρα στο ρεύμα του ποταμού;
Και ρωτάω : Ποιος είναι ο δυνατός;;; Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες, που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια στιγμή απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλλιά του….
Πόσο κλέφτες γίνονται οι άνθρωποι, όταν διεκδικούν μερτικό από την ψυχή σου…
Πόσο ψεύτες, όταν σου ζητούν να γυρίσεις πίσω εκείνα που δεν σου έδωσαν ποτέ….
Κι όταν σε ρώτησα μια νύχτα, τι ‘μαι για σένα, σκέφτηκες λίγο και μ’ απάντησες αδιάφορα, χαζεύοντας μια πεταλούδα που είχε παγιδευτεί στο φως της λάμπας σου. «Τι είσαι, είπες;… Μια νύχτα στο τίποτα της ζωής μου».
Μην ψάξεις άδικα να με βρεις στους δρόμους που περπατήσαμε μαζί, τα ίχνη μου τα σκόρπισε η σκόνη της εγκατάλειψης…
Να θυμάσαι όμως...., κάθε φορά που θα πέφτει η βροχή πάνω στο τριαντάφυλλο θα σου στέλνω ένα φιλί να κρύβεις το όνειρό σου.

Περπατώ ολομόναχη στην πλαγιά των λύκων, σ’ ένα μονοπάτι που έχουν φυτρώσει στην άκρη του πολύχρωμα όνειρα. Πέρα από τα σύνορα της ψυχής μου.
Πέρα από τα σύνορα της λογικής μου.
Στην κόψη της νύχτας….

2 σχόλια:

  1. Ο Τρελος Και ο Αγγελος .

    Σε αγκάλιασα όσο πιο βαθιά και ειλικρινά μπορούσα . Χάζευα την ομορφιά σου στους καθρέφτες του νου μου . Σε δέχτηκα σαν τον άνεμο της σκέψης μου . Μου είπες να πετάξουμε με τα όμορφα κατάλευκα φτερά σου .Σου είπα να παμε οσο μακρυά ονειρεύεσαι . Οσο πιο ψηλά αντέχεις . Κρατούσα στην αγκαλιά μου ,τις κρυστάλλινες αποχρώσεις των ονείρων μου . Ήθελα να τις μοιραστώ μαζί σου . Ήξερα πως δεν θα τις σπάσεις . Έκανα λάθος . Κάποιες φορές , τα φτερά σου έπαιζαν άσκοπα και επικίνδυνα με τισ Πτώσεις . Φοβήθηκα για τα όνειρά μας . Για τις κρυστάλλινες διαθήκες που ειχα συλλέξει σταγόνα σταγόνα από τις ανάσες σου στα χείλη μου . Μην τις ραγίσεις σε παρακάλεσα . Μην αφήσεις τις μάγισσες της απόστασης να μας δέσουν . Μήν επιτρέψεις στους δαίμονες ψεύτικων κόσμων ,να μπουν στον δικό μας όμορφο ουρανό . Εγώ, εδώ ψηλά , αν δεν πατώ στην γή , δεν μπορώ να τους ξορκίσω με τα ξορκια της τρέλας μου . Ομως ,κάθε φορα που με άφηνες πίσω στην γή και εφευγες μακρυά ,στον αγγελότοπό σου , πετώντας με αυτους τους δαίμονες παρέα , καθε φορα που κοιτούσα το βλέμμα σου καθως απομακρυνόσουν, να μην εχει ιχνος θληψης , αφηνες στο χέρι μου μια λάμα χωρίς λαβή , με χαραγμένα στην κόψη της βαριά λόγια που σπάνε τους δεσμούς της αγάπης και της αιώνιας συντροφικότητας . Λόγια πιο κοφτερά , απο κάθε ξυράφι που θα μπορουσε να σφυρηλατήσει ανθρώπινο χέρι . Κρατούσα όμως πάντα αυτη την λάμα απο την κόψη της, σφιχτά στην παλαμη μου . Προσπαθουσα να ξορκίσω τον πόνο της . Να τον νικήσω , να τον γιατρέψω, μέχρι να γυρίσεις . Και τοτε , όταν σε ξαναγκάλιαζα έκρυβα τις πληγές, γιατί δεν ήθελα να σε δω για τιποτε στον κόσμο να δακρυζεις . Ομως εσυ , καθε φορα που ερχόσουν , έφερνες όλο και περισσότερους δαίμονες ψεύτικων κόσμων , μαύρους αγγέλους πλανερών σκέψεων που δηλητηριαζαν το γέλιο σου ,τον ήλιο μου και το φωτεινό σου βλέμμα , την ανασα μου . Προσπαθούσα να τους πολεμίσω . Δεν με αφηνες όμως . Τους υπερασπιζόσουν . "Είναι η Αλήθεια" μου έλεγες . Έσπασαν όλες τις κρυσταλινες διαθήκες των ονείρων μας . Δεν είχα άλλη δυναμη να πολεμάω μονος μου για τον ουρανό μας . Σε πήραν μαζί τους . Μεσα στην κρύα σιωπή που βάφτιζε σιγα σιγα το τοπίο . Ένοιωσα μια μικρή ζεστασιά . Ηταν ενα τελευταιο κρυστάλλινο μας όνειρο .Η ανάσα σου , την ώρα που ψιθυρίζαμε "Σ'Αγαπω" ο ενας στον αλλον . Την φύτεψα στην καρδιά μου και κάθε που δακρύζω ,ανθίζει . Ντύθηκα και πάλι τον κουρελιασμένο μανδύα της τρέλας μου . Πιο σκισμένο απο πρίν . Πιο βαρύ, από τα λάθη που εκανα προσπαθώντας να προστατευσω τον αγγελο που αγαπησα . Έσφιξα ακόμα περισσοτερο την κόψη της λάμας στην χούφτα μου , κρατήθηκα στο ραβδί της μοναξιάς για να σταθώ όρθιος , ζήτησα απο την φύση του λύκου μου να καλεί το φεγγάρι να ξεπροβάλει μέσα απο τα σύνεφα ,κάθε που η όψη του σου μοιάζει και ξεκινησα να περπατώ , ακολουθώντας στην γή , τα χνάρια που αφήνουν τα αστέρια ,μήπως και κάποτε ξανακούσω το γέλιο σου . Μήπως και κάποτε ξεδιψάσω , στην λάμψη των ματιών σου .

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Βάλε βήμα κι έμπα στο χορό...